διασπαστικός
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
Spanish (DGE)
-ή, -όν
discordante glos. a διχόφρων Sch.A.Th.899e.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που προκαλεί διάσπαση ή αναφέρεται σ' αυτήν.