συγκαλώ

From LSJ
Revision as of 19:15, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αὐτοῡ" to "αὐτοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

Greek Monolingual

συγκαλῶ, -έω, ΝΜΑ καλῶ
καλώ πολλά άτομα συγχρόνως σε ορισμένο χώρο για σύσκεψη και λήψη αποφάσεων (α. «ο πρόεδρος συγκαλεί τα μέλη του συμβουλίου σε έκτακτη συνεδρίαση» β. «ὁ Κῡρος συνεκάλεσε Περσέων τοὺς πρώτους», Ηρόδ.)
αρχ.
1. προσκαλώ κάποιον μαζί με άλλους σε συμπόσιο («συνεκάλεσε δὲ αὐτοῖς καὶ Ἀρτάβαζον τὸν Μήδον», Ξεν.)
2. μέσ. συγκαλοῦμαι, -έομαι
καλώ κάποιον να έλθει κοντά μου («συγκαλεσάμενος δὲ τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ», ΚΔ).