λυμεωνεύομαι
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
λυμεωνεύομαι: ἀποθ., = λυμαίνομαι, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 5. 5, 8.
Greek Monolingual
λυμεωνεύομαι (Α) λυμεών
έχω τη διάθεση να ενεργήσω ως λυμεώνας, καταστρεπτικά («οὗτοι μὲν οὖν λυμεωνευόμενοι ταῦτα καὶ τὰ τοιαῡτα συνεβούλευον», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
λῡμεωνεύομαι: Polyb. v.l. = λυμαίνομαι.