κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
Full diacritics: πολίοχος | Medium diacritics: πολίοχος | Low diacritics: πολίοχος | Capitals: ΠΟΛΙΟΧΟΣ |
Transliteration A: políochos | Transliteration B: poliochos | Transliteration C: poliochos | Beta Code: poli/oxos |
A v. πολιοῦχος.
πολίοχος: ἴδε ἐν λ. πολιοῦχος.
πολῐοχος, -ον (cf. πολιάοχος)
1 protecting the city π]ολίοχον Γλαυκ[ώπιδ]α (supp. Lobel) Δ. 4. 38.
-ον, Α
βλ. πολιούχος.