ἀμπελουργεῖον

Revision as of 12:10, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

τό, A vineyard, Aeschin.2.156 (v.l. ἀμπελῶνι), Suid. s.v. ἀμπέλειος.

German (Pape)

[Seite 129] v.l. für ἀμπελών, Aesch. 2, 156, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμπελουργεῖον: τό, ἀμπελών, Αἰσχίν. 49. 13 (ἔνθα ἤδη διωρθώθη εἰς ἀμπελῶνι ἔκ τινος χειρογρ.), Σουΐδ. ἐν λ. ἀμπέλειος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. ἀμπελών.

Spanish (DGE)

-ου, τό viña Sud.s.u. ἀμπέλειος.

Greek Monolingual

ἀμπελουργεῑον, το (Α) ἀμπελουργός
αμπελώνας.

Russian (Dvoretsky)

ἀμπελουργεῖον: τό Aeschin. = ἀμπελών.
τό Aeschin. = ἀμπελών.