ἐγερσιφαής

Revision as of 12:15, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

English (LSJ)

ές, A light-stirring, ἐ. πέτρος the flint, AP6.5 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 703] Feuer erweckend; λίθος, Feuerstein, Philp. 22 (VI, 5).

Greek (Liddell-Scott)

ἐγερσῐφαής: -ές, ὁ τὸ φῶς διεγείρων, φῶς ἐκβάλλων, ἐγ. λίθος, ὁ πυρίτης, Ἀνθ. Π. 6.5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui fait jaillir la lumière (pierre à feu).
Étymologie: ἐγείρω, φάος.

Spanish (DGE)

(ἐγερσῐφᾰής) -ές
que despierta la luz τὸν ἐγερσιφαῆ, πυρὸς ἔγκυον, ἔμφλογα πέτρον del pedernal AP 6.5 (Philippus).

Greek Monolingual

ἐγερσιφαής, -ές (Α)
(λίθος) που αναδίδει φως, που λάμπει.

Greek Monotonic

ἐγερσῐφαής: -ές (φάος), αυτός που έχει ζωηρό φως, ἐγ. λίθος, ο πυρίτης, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐγερσιφᾰής: производящий огонь (πέτρος - v.l. λίθος Anth.).

Middle Liddell

φάος
light-stirring, ἐγ. λίθος the flint, Anth.