κατάπυγος

Revision as of 15:45, 11 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "q. v." to "q.v.")

English (LSJ)

ον, A = καταπύγων, κίναιδος, ἀσελγής (q.v.), Hsch., Phot., prob. in Gerhard Phoinixp.7 (cf. p.153): Comp. -ότερος Sophr.63: Sup. -ότατος Epigr.Gr.1131.

German (Pape)

[Seite 1373] = Folgdm, VLL, erkl. κίναιδος, ἀσελγής; sprichwortlich καταπυγοτέραν τ' ἀλφηστἄν Ath. VII, 281 e aus Sophron.

Greek (Liddell-Scott)

κατάπῡγος: -ον, ἴδε καταπύγων.

Greek Monolingual

κατάπυγος, -ον (Α)
καταπύγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πυγος (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. αντί-πυγος, καλλί-πυγος].