πολυλογῶ

From LSJ
Revision as of 18:04, 5 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=πολυλογῶ, πολυλογέω, ΝΜΑ πολύλογος<br />μιλώ συνεχώς ή λέω πολλά και περιττά<...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

πολυλογῶ, πολυλογέω, ΝΜΑ πολύλογος
μιλώ συνεχώς ή λέω πολλά και περιττά
νεοελλ.
φρ. «να μη σού τά πολυλογώ» — για να είμαι σύντομος.