πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me
πολυλογῶ, πολυλογέω, ΝΜΑ πολύλογοςμιλώ συνεχώς ή λέω πολλά και περιττάνεοελλ.φρ. «να μη σού τά πολυλογώ» — για να είμαι σύντομος.