υψιβρεμέτης

Revision as of 22:10, 24 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῑσι" to "τοῖσι")

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία του Διός) αυτός που βροντά από ψηλά («ἐν δ' ἄρα τοῖσιν Ζεὺς ὑψιβρεμέτης», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -βρεμέτης (< βρέμω «βροντώ»), πρβλ. μεγαλο-βρεμέτης].