βροντώ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
Greek Monolingual
(AM βροντῶ, -άω) βροντή
1. (γ' πρόσ.) (ενν. υποκ. ο θεός, ο ουρανός, ο Ζεύς) ακούγεται ο ήχος της βροντής
2. παράγω βρόντο
νεοελλ.
1. χτυπώ με κεραυνό, κεραυνοβολώ
2. ρίχνω κάτω κάποιον ή κάτι με βρόντο
3. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά
4. αντηχώ («βροντάει η λαγκαδιά»)
5. χτυπώ δυνατά
6. φρ. α) «στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα» — για όποιον δείχνει πλήρη αδιαφορία σε παρακλήσεις ή συμβουλές
β) «το βρόντηξε (το κανόνι)» — χρεωκόπησε
γ) «τα βρόντηξε κι έφυγε» — εγκατέλειψε ξαφνικά κάποιον ή κάποια εργασία
αρχ.
(-ώμαι) με χτυπάει βροντή, κεραυνοβολούμαι.