λακωνικῶς
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
French (Bailly abrégé)
adv.
à la manière des Lacédémoniens, laconiquement.
Étymologie: Λακωνικός.
Russian (Dvoretsky)
λᾰκωνικῶς: кратко, сжато, лаконично (συντόμως καὶ λακωνικῶς Diod.).