ενθρόνιση
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
Greek Monolingual
και ενθρονίαοη, η (Μ ἐνθρόνισις) ενθρονίζω
ενθρονισμός, εγκαινίαση («ενθρόνιση αρχιερέα»
«παραγενέσθαι εἰς τὴν τοῦ ναοῦ ἐνθρονίασιν», Ιω. Δαμασκ.).