απειροπληθής
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
-ές (Μ άπειροπληθής, -οῦς)
ο άπειρος κατά το πλήθος, απειράριθμος, αμέτρητος.