δισσαχῇ
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
Adv. A at two points, Arist. de An.406b32.
Spanish (DGE)
adv. en dos lugares Arist.de An.406b32.
Greek Monolingual
δισσαχῇ και δισσαχοῦ και διτταχοῦ (Α) δισσός
επίρρ. σε δύο μέρη, σε δύο τμήματα.