ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
Full diacritics: καινόκουφον | Medium diacritics: καινόκουφον | Low diacritics: καινόκουφον | Capitals: ΚΑΙΝΟΚΟΥΦΟΝ |
Transliteration A: kainókouphon | Transliteration B: kainokouphon | Transliteration C: kainokoufon | Beta Code: kaino/koufon |
τό, A new cask, POxy.1911.181 (vi A.D.).
καινόκουφον, τὸ (Α)
πάπ. καινούργιο βαρέλι, νέο βυτίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + κοῦφος. Ήδη διακρίνεται η μεταβολή της σημασίας του β' συνθετικού (από «ελαφρύς» σε «κοίλος»), από το οποίο προήλθε το νεοελλ. επίθ. κούφιος].