ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
ἐπιών, ἐπιοῦσα, ἐπιόν (AM)μτχ. ενέστ. του ρ. έπειμι.