ἀκαλλὴς (-οῦς), -ὲς (Α)χωρίς κάλλος, άσχημος«ἀκαλλὴς γυνή», «ἀκαλλὴς καὶ ἄμορφος εἰκών».[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + -καλλὴς < κάλλος.