ευδιεινός

From LSJ
Revision as of 14:55, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source

Greek Monolingual

εὐδιεινός, -ή, -όν (ΑΜ, Α και εὐδ(ε)ινός, -ή, -όν)
1. εύδιος («εὐδιεινὴν γαλήνην παρασχών», Πλάτ.)
2. (για τόπο) αυτός που προφυλάσσεται από τις καιρικές μεταβολές («ἐν εὐδιεινοῖς» — σε απάνεμα μέρη, Ξεν.).
επίρρ...
εὐδιεινῶς (Α)
με πραότητα, ήσυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευδία + επίθημα -εινος, κατά τα φα-εινός, αλε-εινός. Ο τ. ευδεινός είναι μτγν.].