κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post
ἐπεισηγοῦμαι, -έομαι (Α) εισηγούμαιεισηγούμαι, διδάσκω κάποιον κάτι («τὴν τῶν ἱστίων χρείαν τοῖς ναυτικοῖς ἐπεισηγήσασθαι», Διόδ.).