δειλανδρέω
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
A to be cowardly, LXX 2 Ma.8.13, 4 Ma.10.14.
German (Pape)
[Seite 536] feig sein, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δειλανδρέω: εἶμαι δειλός, ἄνανδρος, Ἰώσηπ. Μακκ. 10
Spanish (DGE)
• Morfología: [graf. aor. subj. δειλανδρείσῃς Ephr.Syr.3.393D]
acobardarse, flaquear οἱ δειλανδροῦντες καὶ ἀπιστοῦντες LXX 2Ma.8.13, cf. 4Ma.10.14, Mac.Aeg.Serm.B.50.4.8, μὴ ἄλλος σε πειρασμὸς λήψεται ... καὶ οὐχ ὑπομείνῃς ἀλλὰ δειλανδρήσῃς A.Paul.et Thecl.25, μὴ δειλανδρείσῃς παντελῶς Ephr.Syr.l.c., cf. Gr.Nyss.Ref.Eun.409.7.