ἐμπολιορκέω
From LSJ
Γιγνώσκεις οὖν καὶ σὺ τὰ στρατηγικὰ ἔργα → Therefore you, too, know the works (i.e. job) of a general.
English (LSJ)
A besiege in a place, in Pass., Str.6.2.6; ὑπό τινος Id.16.2.9:—Act., ἐνισχύσας πόλιν -ῆσαι LXXSi.50.4.
German (Pape)
[Seite 816] darin belagern, Strab. XVI p. 752.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπολιορκέω: πολιορκῶ, Στράβων 752.
Spanish (DGE)
sitiar, asediar πόλιν LXX Si.50.4 (var.), en v. pas. c. suj. de pers. ἐμπολιορκηθέντες οἱ ... δραπέται Str.6.2.6, cf. 16.2.9, I.AI 13.237.