πτοητός
From LSJ
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
Full diacritics: πτοητός | Medium diacritics: πτοητός | Low diacritics: πτοητός | Capitals: ΠΤΟΗΤΟΣ |
Transliteration A: ptoētós | Transliteration B: ptoētos | Transliteration C: ptoitos | Beta Code: ptohto/s |
only in the form πτοιητός, ή, όν, A scared, Nic.Al.243, Max.164.
[Seite 810] auch πτοιητός, gescheucht, erschreckt, Sp.
και πτοιητός, -ή, -όν, Α πτοῶ / πτοιῶ, ταραγμένος, φοβισμένος.