ἀήσσητος

Revision as of 08:50, 6 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Att. ἀήττητος, ον, A unconquered, not beaten, Th.6.70, Lys.33.7, D.18.247, AP7.741 (Crin.), etc.; especially of the Stoic sage, Zeno Stoic.1.53,etc. 2 unconquerable, Pl.R.375b, Phld.D.3Fr.88b.

German (Pape)

[Seite 44] unbesiegt, Thuc. 6, 70, s. ἀήττητος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀήσσητος: Ἀττ. ἀήττητος, ον, ἀνίκητος, μὴ ἡττηθείς, Θουκ. 6. 70. Λυσ. 914, ἐν τέλ., Δημ. 309, 17. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ νικήσῃ, Πλάτ. Πολ. 375Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
att. ἀήττητος;
1 non vaincu;
2 invincible.
Étymologie: ἀ, ἡσσάομαι.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): át. ἀήττητος, dór. ἀνήσσατος Theoc.6.46
1 no vencido, invicto de la caballería siracusana, Th.6.70, cf. Lys.33.7, Sm.Ps.88.8, Theoc.l.c., Plb.15.16.5, del sabio estoico, Zeno Stoic.1.53, ἀ. θάνατος muerte sin derrota e.e. del no vencido en combate, AP 7.741 (Crin.)
en titulaturas imperiales τὸ ἀήττητον ὑμῶν κράτος SB 7517.5 (III d.C.), PMasp.19.28 (VI d.C.), Sardis 84.9 (IV d.C.), ICr.4.284a.1 (Gortina IV d.C.).
2 invencible ψυχή Pl.R.375b, θυμός Arist.Pol.1328a7, EE 1229a28, πλήθη Plb.1.35.5, cf. Phld.D.3.fr.88b.5, ἀ. ἦν κατὰ τὴν πεττευτικήν era invencible en el juego de damas Phan.18, γνῶμαι Luc.Anach.12, cf. Aristeas 193, M.Ant.1.16.10, ἐστιν ἀ. περὶ λόγους Aristid.Or.50.49.
3 adv. ἀησσήτως = de modo invencible Poll.1.157.

Greek Monotonic

ἀήσσητος: μεταγεν. Αττ. ἀ-ήττητος, -ον (ἡσσάομαι),
1. ανίκητος, σε Θουκ., Δημ.
2. αυτός τον οποίο δεν μπορεί κάποιος να νικήσει, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀήσσητος: атт. ἀήττητος 2
1) непокоренный, непобежденный Thuc., Lys., Plat., Dem.;
2) неодолимый, непобедимый Plat., Plut.

Middle Liddell

ἡσσάομαι
1. unconquered, Thuc., Dem.
2. unconquerable, Plat.