αράδα

From LSJ
Revision as of 11:17, 11 August 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀράδα)
1. σειρά, γραμμή
2. σειρά λέξεων, στίχος γραπτού κειμένου
νεοελλ.
φρ.
1. «της αράδας» — μέτριας αξίας, κοινός
2. «πάει με ανθρώπους της αράδας του» — της ίδιας κοινωνικής θέσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < (βενετ.) arada «αλέτρια» ή < ουράδα < ουρά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αραδάρης, αραδιάζω].