αραδιάζω

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

(Μ ἀραδιάζω) αράδα
1. βάζω στη σειρά
2. βάζω σε τάξη, (για στρατό) παρατάσσω
3. προσορμίζομαι, αγκυροβολώ
νεοελλ.
διηγούμαι με κάθε λεπτομέρεια.