ἀράδα

From LSJ
Revision as of 11:17, 11 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=η (Μ ἀράδα)<br /><b>1.</b> σειρά, γραμμή<br /><b>2.</b> σειρά λέξεων, στίχος γραπτού κειμέν...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀράδα)
1. σειρά, γραμμή
2. σειρά λέξεων, στίχος γραπτού κειμένου
νεοελλ.
φρ.
1. «της αράδας» — μέτριας αξίας, κοινός
2. «πάει με ανθρώπους της αράδας του» — της ίδιας κοινωνικής θέσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < (βενετ.) arada «αλέτρια» ή < ουράδα < ουρά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αραδάρης, αραδιάζω].