χιοειδής

From LSJ
Revision as of 08:19, 14 August 2022 by Spiros (talk | contribs)

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῑοειδής Medium diacritics: χιοειδής Low diacritics: χιοειδής Capitals: ΧΙΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: chioeidḗs Transliteration B: chioeidēs Transliteration C: chioeidis Beta Code: xioeidh/s

English (LSJ)

ές, in form of an X, Sor.2.41 (cj.); ἐπίδεσμος Paul.Aeg. 6.66. Adv. χιοειδῶς Sophon.in de An.19.34.

Greek (Liddell-Scott)

χῑοειδής: -ές, ὅμοιος τὸ σχήμα τῷ Χ. χιοειδεῖ ἐπιδέσμῳ Παῦλ. Αἰγ. 286. 9. Ἐπίρρ. -δῶς, συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς Λέων Φιλοσ. Ἰατρ. σ. 129, 11. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Ι΄, σ. 525.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που έχει το σχήμα του γράμματος Χ, σταυροειδής.
επίρρ...
χιοειδῶς Μ
κατά χιοειδή τρόπο, σταυροειδώς («συναπτόμενα ἀλλήλοις χιοειδῶς», Λέων. Φιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖ/χῖ + συνδετικό φωνήεν -ο- + -ειδής].