ἐνδεύω
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
(A), Aeol.for ἐνδέω (B), A to be wanting, IG12(2).6 (Mytilene).
ἐνδεύω (B), A soak or dye in, βάμματι Nic.Al.414 (Med.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδεύω: Δωρ. ἀντὶ ἐνδέω, Ἐπιγρ. Μυτιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. Ι. 216 β. 32.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ép. ἐνιδ- ISmyrna 522(b).9 (II/I a.C.)
1 mojar, empapar c. dat. instrum. πατρὸς κόλπους ἐνιδεύσας αἵματος ... νοτίσιν ISmyrna l.c., en v. med. mismo sent. (λάχνην) βάμματι Nic.Al.414, en v. pas. τὰ σιτία ἐνδεδευμένα τῷ τοιούτῳ χυμῷ Aët.9.10.
2 empapar de, impregnar fig. διὰ τῆς παιδείας ... ἐνέδευσε τοῖς ἤθεσι τῶν παίδων τοὺς νόμους Plu.Comp.Lyc.Num.4.
eol. faltar impers. αἰ δέ κέ τι ἐνδεύη τῶ ψαφίσματος si hubiese alguna omisión en el decreto, SEG 36.752.37 (Mitilene IV a.C.), cf. 2 ἐνδέω.