εἰλικρινῶς
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
French (Bailly abrégé)
adv.
purement, simplement, absolument.
Étymologie: εἰλικρινής.
Russian (Dvoretsky)
εἰλικρῐνῶς: v. l. εἱλικρινῶς
1) в чистом виде, без примеси (ὅλον λευκόν Arst.; τὸ εἰ. εἶναι Ἓλληνες καὶ ἄμιγεῖς βαρβάρων Plat.);
2) целиком, всецело, искренно (ὑπὸ τοῦ ἔρωτος ὡρμημένος Plat.);
3) абсолютно (τὸ εἰ. ὄν Plat.).
English (Woodhouse)
(see also: εἰλικρινής) purely