δεσποτικός
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a master, συμφοραί misfortunes that befall one's master, X.Cyr.7.5.64; δίκαιον a master's right, Arist.EN134b8; ὑπομένειν τὴν δ. ἀρχήν Id.Pol.1285a22; ἡ δ., = δεσποτεία, ib.1259a37; τὸ δ. Pl.Lg.697c. 2 Imperial, νομισμάτια PFlor.95.10; κτήσεις PLond.2.234.1 (iv A. D.); νοτάριος ib.416.3.(iv A. D.). II fitted to rule, ἀδικία-ώτερον δικαιοσύνης Pl.R.344c, etc.; inclined to tyranny, despotic, ὀλιγαρχία δ. Arist.Pol.1306b3; δῆμος ib.1292a16; of persons, tyrannical, Phld.Ir.p.50 W. Adv. -κῶς, βουλεύεσθαι Isoc.4.104; ἄρχειν Arist.Pol.1295a16: Comp. -ωτέρως Id.Ath.24.2. 2 c. gen., exercising despotic power over, τινός X. Oec..13.5; ἐστὶ δὲ τυραννὶς μοναρχία δ. τῆς πολιτικῆς κοινωνίας Arist. Pol.1279b16; δ. τῶν βελτιόνων ib.1292a19.