ἀνίσως
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
French (Bailly abrégé)
adv.
inégalement.
Étymologie: ἄνισος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνίσως: (ῐ)
1) неравным образом (νενεμῆσθαι τὰς ἀρχάς Arst.);
2) несправедливо (ἔχειν πρός τινα Dem.).