περιεσκεμμένος
From LSJ
Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich
Russian (Dvoretsky)
περιεσκεμμένος: [part. pf. к περισκέπτομαι
1) внимательно исследующий Sext.;
2) осмотрительный, благоразумный Luc.