προσυνοικέω

Revision as of 16:40, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

A cohabit or live as wife with before, τινι Hdt.3.88, Plu.Demetr.14.

German (Pape)

[Seite 785] vorher zusammenwohnen, bes. von der Ehe, mit Einem zusammenleben, τινί, Her. 3, 88.

Greek (Liddell-Scott)

προσυνοικέω: συνοικῶ ἢ συζῶ ὡς σύζυγος μετά τινος πρότερον, Ἄτοσσα προσυνοικήσασα Καμβύσῃ Ἡρόδ. 3. 88, Πλουτ. Δημήτρ. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 habiter auparavant avec, τινι;
2 habiter en outre avec, τινι.
Étymologie: πρό, συνοικέω.

Greek Monotonic

προσυνοικέω: συζώ με κάποιον από πριν, τινί, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-συνοικέω eerder getrouwd zijn met, met dat.

Russian (Dvoretsky)

προσυνοικέω: атт. προσξυνοικέω
1) селиться вместе или рядом (τινι Thuc.);
2) ранее состоять в браке, быть прежде женою (τινι Her., Plut.).

Middle Liddell

to cohabit with before, τινί Hdt.