παιδικά
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
Russian (Dvoretsky)
παιδικά: τά (pl. = sing.)
1) любимец, баловень Thuc., Xen., Soph., Eur.;
2) любимое занятие (ἡ φιλοσοφία τὰ ἐμὰ παιδικά Plat.).