ἀσήμως
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
French (Bailly abrégé)
adv.
1 sans caractère distinct;
2 sans (laisser de) marque;
3 obscurément;
4 d’une manière insignifiante.
Étymologie: ἄσημος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσήμως:
1) не оставляя следов (πορεύεσθαι Xen.);
2) бесславно (τῆς παρατάξεως οὐκ ἀ. μετασχεῖν Diod.).