ὀβριμόθυμος

Revision as of 11:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")

English (LSJ)

ον, A strong of spirit, Hes.Th.140, h.Hom.8.2 : written ὀμβρ-, Orph.Fr.169.12. Synonym: ὀμβριμόθυμος

German (Pape)

[Seite 289] starkmüthig; Hes. Th. 140; H. h. 7, 2; Dionysos, Hymn. (IX, 524, 16); Luc. Tragodop. 192.

Greek (Liddell-Scott)

ὀβρῐμόθῡμος: -ον, ὁ ἔχων ἰσχυρὸν θυμόν, ὁρμητικός, Ἡσ. Θ. 140, Ὁμ. Ὕμν. 7. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au cœur robuste ou hardi.
Étymologie: ὄβριμος, θυμός.

Greek Monolingual

ὀβριμόθυμος, -ον (Α)
ορμητικός, τολμηρός, με ισχυρή ψυχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄβριμος «ισχυρός, δυνατός» + θυμός (πρβλ. μακρό-θυμος)].

Greek Monotonic

ὀβρῐμόθῡμος: -ον, ισχυρογνώμων, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀβρῐμόθῡμος: могучий духом, мужественный, отважный (Ἄρης HH; Ἄργης Hes.; θεά Luc.).

Middle Liddell

ὀβρῐμό-θῡμος, ον,
strong-minded, Hes.