Κορυβαντώδης
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
ες, A Corybant-like, frantic, Luc.JTr.30.
Greek (Liddell-Scott)
Κορῠβαντώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς Κορύβαντα, μανιώδης, ἔξαλλος, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 30.
Russian (Dvoretsky)
Κορῠβαντώδης: подобный беснующемуся корибанту, исступленный Luc.