κατάκρημνος

Revision as of 11:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ον, A steep and rugged, Χῶρος Batr.154, cf. Gp.18.18.2.

German (Pape)

[Seite 1356] abschüssig, steil; χῶρος Batrach. 153; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκρημνος: -ον, ἀπόκρημνος, τραχύς, ἀπότομος, κατάντης, χῶρος Βατραχομυομ. 154, Γεωπ. 18. 18, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
en précipice, escarpé.
Étymologie: κατά, κρημνός.

Greek Monolingual

κατάκρημνος, -ον (AM)
απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κρημνος (< κρημνός), πρβλ. από-κρημνος, περί-κρημνος].

Greek Monotonic

κατάκρημνος: -ον, απόκρημνος, τραχύς, απότομος, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

κατάκρημνος: обрывистый, крутой (χῶρος Batr.).

Middle Liddell

κατά-κρημνος, ον
steep and rugged, Batr.