κατάκρημνος
From LSJ
ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
English (LSJ)
κατάκρημνον, steep and rugged, Χῶρος Batr.154, cf. Gp.18.18.2.
German (Pape)
[Seite 1356] abschüssig, steil; χῶρος Batrach. 153; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
en précipice, escarpé.
Étymologie: κατά, κρημνός.
Russian (Dvoretsky)
κατάκρημνος: обрывистый, крутой (χῶρος Batr.).
Greek (Liddell-Scott)
κατάκρημνος: -ον, ἀπόκρημνος, τραχύς, ἀπότομος, κατάντης, χῶρος Βατραχομυομ. 154, Γεωπ. 18. 18, 2.
Greek Monolingual
κατάκρημνος, -ον (AM)
απόκρημνος, απότομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κρημνος (< κρημνός), πρβλ. από-κρημνος, περί-κρημνος].
Greek Monotonic
κατάκρημνος: -ον, απόκρημνος, τραχύς, απότομος, σε Βατραχομ.