συνδιασκέπτομαι
English (LSJ)
v. συνδιασκοπέω, Hierocl. p. 54 A.
German (Pape)
[Seite 1008] dep. med., = Folgdm, aor., Plat. Prot. 349 b u. Sp., wie Hierocl. bei Stob. Flor. 67, 24.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
διασκέπτομαι από κοινού, συσκέπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διασκέπτομαι «μελετώ με προσοχή»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-διασκέπτομαι samen helemaal beschouwen of onderzoeken.
Russian (Dvoretsky)
συνδιασκέπτομαι: совместно рассматривать, вместе исследовать (τί τινι Plat.).