ἀσυκοφαντήτως
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
French (Bailly abrégé)
adv.
sans chicane.
Étymologie: ἀσυκοφάντητος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσῡκοφαντήτως: не клеветнически, без всякой клеветы (χρῆσθαι τοῖς ὀνόμασιν Plut.).