μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
adv.évidemment;Sp. ἐνδηλότατα.Étymologie: ἔνδηλος.
ἐνδήλως: явно, открыто (ἐνδηλότατα προλέγειν Thuc.).