δίστοιχος

From LSJ
Revision as of 12:45, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίστοιχος Medium diacritics: δίστοιχος Low diacritics: δίστοιχος Capitals: ΔΙΣΤΟΙΧΟΣ
Transliteration A: dístoichos Transliteration B: distoichos Transliteration C: distoichos Beta Code: di/stoixos

English (LSJ)

ον, A in two rows, ὀδόντες Arist.HA501a24; (βράγχια) ib.505a16; κριθὴ δ. two-rowed barley, Thphr.HP8.4.2; in two courses, ὑπερτόναια SIG 969.32.

German (Pape)

[Seite 643] zweizeilig, in doppelter Reihe; ὀδόντες Arist. H. A. 2, 1; κριθή Theophr.; s. δίστιχος.

Greek (Liddell-Scott)

δίστοιχος: -ον, ὁ ἔχων δύο σειράς, εἰς δύο σειρὰς διατεταγμένος, ὀδόντες Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 1, 52· βράγχια ὁ αὐτ. 2. 13, 8· κριθὴ δ. Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 4, 2.

Spanish (DGE)

-ον
dispuesto en dos filas ἄπεστι τῶνδε διστοίχων prob. de coros, A.Fr.78c.38, ὀδόντες Arist.HA 501a24, cf. AP 16.265, (βράγχια) Arist.HA 505a16, τῶν μὲν κριθῶν αἱ μὲν δίστοιχοι Thphr.HP 8.4.2, ὑπερτόναια ... δίστοιχα dinteles de dos hiladas, IG 22.1668.32 (IV a.C.).

Greek Monolingual

-ο (AM δίστοιχος) στοίχος
αυτός που αποτελείται από δύο στοίχους ή σειρές.

Russian (Dvoretsky)

δίστοιχος: расположенный в два ряда (ὀδόντες Arst.).