εὐρύστερνος

Revision as of 13:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A broad-breasted, Γαῖ' εὐ. Hes.Th.117; οὐρανός APl.4.303, Orph.L.645; Ἀθάνα Theoc.18.36: later in Prose, Gal.4.629; of Poseidon, Corn.ND22.

German (Pape)

[Seite 1095] mit breiter Brust, stark, Ἀθάνα Theocr. l 8, 36; vgl. Orph. Lith. 542; γαῖα, die breite Erde, Hes. Th. 117; οὐρανός Ep. ad. 495 (Plan. 303); Orph. Lith. 639.

Greek (Liddell-Scott)

εὐρύστερνος: -ον, ἔχων εὐρέα στέρνα, Γαῖ᾿ εὐρύστερνος Ἡσ. Θ. 117· οὐρανὸς Ἀνθ. Πλαν. 303, Ὀρφ. Λιθ. 639· Ἀθάνα Θεόκρ. 18. 36· Ποσειδῶν Χριστοδ. Ἔκφρ. 65· ― πρβλ. εὐρύκολπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la large poitrine, au large sein.
Étymologie: εὐρύς, στέρνον.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐρύστερνος, -ον)
αυτός που έχει πλατύ στέρνο, πλατύ στήθος, ο πλατύστερνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + στέρνον.

Greek Monotonic

εὐρύστερνος: -ον (στέρνον), αυτός που έχει φαρδύ στέρνο, πλατύστερνος, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐρύστερνος: широкогрудый (Γαῖα Hes.; Ἀθάνα Theocr.).

Middle Liddell

εὐρύ-στερνος, ον στέρνον
broad-breasted, Hes.