κατωπιάω
From LSJ
English (LSJ)
A cast the eyes down, of horses, Arist.HA604b11, Porph. Abst.3.7; Ep. part. -ιόων Q.S.3.133.
German (Pape)
[Seite 1407] die Augen niederschlagen aus Beschämung; Arist. H. A. 8, 24; Qu. Sm. 3, 133.
Greek (Liddell-Scott)
κατωπιάω: ῥίπτω κάτω τὰ βλέμματά μου, ἐπὶ ἵππων, τὸ κατωπιᾶν, ὅπερ μετ’ ὀλίγον κατηφεῖν λέγει, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4· Ἐπικ. μετοχ. -ιόων, Κόϊντ. Σμ. 3. 133· πρβλ. κατηφέω.
Russian (Dvoretsky)
κατωπιάω: опускать глаза или лицо Arst.