παραχραίνω
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
A mix, defile beside, Plu.Fr.7.26 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 508] daneben vermischen, verunreinigen, Plut. frg. 26.
Greek (Liddell-Scott)
παραχραίνω: μιαίνω, μολύνω, Πλουτ. Ἀποσπ. 26.
Greek Monolingual
Α
παθ. παραχραίνομαι ανακατεύομαι, αναμιγνύομαι, μιαίνομαι, μολύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + χραίνω «μολύνω»].
Russian (Dvoretsky)
παραχραίνω: загрязнять Plut.