προσδείκνυμι
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
A show besides, Poll.9.113.
German (Pape)
[Seite 755] (s. δείκνυμι), noch dazu zeigen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσδείκνῡμι: δεικνύω, προσέτι, Πολυδ. Θ΄, 113.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
προσδείκνῡμι: сверх того показывать Arst.