τηλεκλητός

From LSJ
Revision as of 13:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

German (Pape)

[Seite 1106] weither gerufen, aus der Ferne zu Hülfe gerufen, v. l. für das Vorige, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
appelé de loin au secours.
Étymologie: τῆλε, καλέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. τηλεκλειτός.

Greek Monotonic

τηλεκλητός: -όν, αυτός που καλείται από μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τηλεκλητός: призванный издалека (ἐπίκουροι Hom. - v. l. τηλεκλειτός).

Middle Liddell

τηλε-κλητός, όν
summoned from afar, Il.