ἐλεγκτικῶς
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
French (Bailly abrégé)
adv.
de manière à convaincre, d’une manière péremptoire.
Étymologie: ἐλεγκτικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεγκτικῶς: в порядке опровержения или изобличения (ἐπερέσθαι Xen.; ἀποκρίνεσθαι πρός τινα Luc.).