ἐλεγκτικῶς
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
French (Bailly abrégé)
adv.
de manière à convaincre, d'une manière péremptoire.
Étymologie: ἐλεγκτικός.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεγκτικῶς: в порядке опровержения или изобличения (ἐπερέσθαι Xen.; ἀποκρίνεσθαι πρός τινα Luc.).